δυσκοίλιος

δυσκοίλιος
-α, -ο
1. αυτός που υποφέρει από δυσκοιλιότητα (αντίθ. ευκοίλιος).
2. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα: Ορισμένα φαγητά είναι δυσκοίλια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυσκοίλιος — bad for the bowels masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκοίλιος — α, ο (Α δυσκοίλιος, ον) 1. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα*, ο στυπτικός 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα …   Dictionary of Greek

  • δυσκοίλιον — δυσκοίλιος bad for the bowels masc/fem acc sg δυσκοίλιος bad for the bowels neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκοιλιώτερος — δυσκοίλιος bad for the bowels masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκοιλίοις — δυσκοίλιος bad for the bowels masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκοιλίου — δυσκοίλιος bad for the bowels masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκοιλίων — δυσκοίλιος bad for the bowels masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκοίλιοι — δυσκοίλιος bad for the bowels masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχώρητος — δυσδιαχώρητος, ον (Α) 1. δύσπεπτος 2. αυτός που διέρχεται με δυσκολία 3. δυσκοίλιος …   Dictionary of Greek

  • κατάπυκνος — η, ο (AM κατάπυκνος, ον) πολύ πυκνός αρχ. 1. πολύ δυσκοίλιος («κοιλίη κατάπυκνος», Ιπποκρ.) 2. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιεί κάτι πολλές φορές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”